- μακροτόμος
- ο1. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμεύει για την τομή ή αφαίρεση μεγάλων όγκων τού εγκεφάλου ή τών σπλάγχνων σε βάθος2. εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας cerambycidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρότομος — μακρότομος, ον (Α) (για κλήμα) αυτός που κλαδεύτηκε έτσι ώστε τα κλαδιά να μένουν αρκετά μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τομος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
μακροτόμοις — μακρότομος pruned so that the shoots are left long masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτόμους — μακρότομος pruned so that the shoots are left long masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
μακροτομώ — μακροτομῶ, έω (Α) [μακρότομος] κλαδεύω αμπέλι με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνω μακριά τα κλαδιά («μακροτομῶ τὴν ἄμπελον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek